Κυριακή 2 Νοέμβρη 2008

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Σελ. 12

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Και ξαφνικά ανακαλύφθηκε η κρίση

 

Είναι πραγματικά τραγελαφικό το πώς όλοι αυτοί, πολιτικό υπηρετικό προσωπικό του συστήματος και θεωρητικοί κονδυλοφόροι, που μέχρι πριν λίγο αμέριμνοι έπαιζαν με την οικονομία (στην πλάτη της εργατικής τάξης), ξαφνικά αρχίζουν να τρέχουν πανικόβλητοι φωνάζοντας «κρίση». Εκεί που τα διεθνή κέντρα του συστήματος, μέχρι πριν λίγο διαβεβαίωναν ότι το πρόβλημα είναι ελεγχόμενο, τώρα ξαφνικά εξαγγέλλονται σχέδια επί σχεδίων εκτάκτου ανάγκης, με αμελητέα συνήθως αποτελέσματα. Ακόμη και στα καθ' ημάς, εκεί που ιδιαίτερα οι δύο μεγάλες κυρίες του δικομματισμού διαβεβαίωναν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα στην ελληνική οικονομία, ξαφνικά ένας πανικός έχει καταλάβει τους ιθύνοντες.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι περίεργο. Πριν από όλες σχεδόν τις μεγάλες κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος οι ιθύνοντες κύκλοι του - πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που συνήθως θεωρούνται αρχικά «περίεργοι» και μετά αναγορεύονται σε μεσσίες - κυριολεκτικά μεθυσμένοι από την αύξουσα συσσώρευση του κεφαλαίου εξορκίζουν την κρίση. Συνήθως μάλιστα εξαγγέλλουν την οριστική (κάθε φορά) εξάλειψη της κρίσης από το καπιταλιστικό σύστημα. Στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα αυτό έγινε με τις θεωρίες περί σχεδιασμένου, κεϊνσιανού (κρατικομονοπωλιακού) καπιταλισμού. Στις τελευταίες δεκαετίες με την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, αυτό έγινε με τις τώρα αποκηρυγμένες θεωρίες περί «νέας οικονομίας». Και κάθε φορά η κρίση έρχεται να ξεσκίσει κυριολεκτικά αυτό το χορό χρυσοκάνθαρων και να προσγειώσει στη σκληρή πραγματικότητα των εγγενών οργανικών προβλημάτων και αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος και ιδιαίτερα σε αυτό που πολύ καλά γνωρίζει η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία (και αντιστοίχως περίτρανα αγνοούν τα αστικά Οικονομικά): Οσο επιταχύνεται ραγδαία η συσσώρευση του κεφαλαίου τόσο πιθανότερο είναι να προκύψει υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου (με αποτέλεσμα την αδυναμία επαρκούς κερδοφορίας).

Ομως, ακόμη και όταν οι ψευδαισθήσεις καταρρέουν το σύστημα εξακολουθεί να παράγει μύθους: Εν μέρει για να αποκοιμίσει τις λαϊκές μάζες και να τις πείσει για τη βιωσιμότητά του και εν μέρει για να καταπραΰνει τα ατομικά κεφάλαια και να αποφύγει τα «ζωώδη ένστικτα» πανικού που τα καταλαμβάνουν σε περιόδους κρίσης και που οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση της κρίσης.

Μύθος πρώτος: Η κρίση είναι μόνο χρηματοπιστωτική και δεν έχει περάσει (τουλάχιστον ακόμα) στην πραγματική οικονομία. Κι όμως, η κρίση έχει ξεκινήσει επειδή η καπιταλιστική συσσώρευση (στον παραγωγικό τομέα, που παράγει υπεραξία) έχει αρχίσει να παρουσιάζει σημεία κόπωσης. Μετά τη μεγάλη δομική κρίση του 1973-'75 ο καπιταλισμός, με διαδοχικά κύματα αναδιαρθρώσεών του, προσπάθησε να ανακάμψει την κερδοφορία του. Ολες σχεδόν αυτές οι αναδιαρθρώσεις βασίστηκαν στη ραγδαία αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας (του ποσοστού υπεραξίας), οδήγησαν σε σημαντικές ανακάμψεις του ποσοστού κέρδους αλλά δεν μπόρεσαν να λύσουν το μακροχρόνιο δομικό πρόβλημα του συστήματος. Για να γίνει το τελευταίο δεν αρκεί μόνο η αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας αλλά απαιτείται η ριζική ανάταξη των πολιτικο-κοινωνικών συσχετισμών και της τεχνολογίας και της οργάνωσης της παραγωγής. Ιδιαίτερα μάλιστα απαιτείται η δραστική απαξίωση κεφαλαίων (ουσιαστικά η καταστροφή τους) έτσι ώστε το σύστημα να ξαναρχίσει τον κανονικό κύκλο της συσσώρευσής του από πιο μικρή αλλά συγχρόνως πιο υγιή βάση. Μέχρι σήμερα, τριάντα και πλέον χρόνια μετά την κρίση και παρά τις αναδιαρθρώσεις και την απάνθρωπη αύξηση της εκμετάλλευσης, το σύστημα δεν έχει μπορέσει να επιλύσει τα δομικά στοιχεία της κρίσης. Προφανής απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι δεν έχει μπορέσει να οικοδομήσει μία νέα «χρυσή εποχή» (μακρόχρονης, ομαλής και με υψηλούς ρυθμούς) συσσώρευσης, όπως τις αντίστοιχες 25ετίες στο 19ο και στον 20ό αιώνα. Δεν είναι περίεργο αυτό εάν σκεφθεί κανείς ότι η προηγούμενη δομική κρίση του συστήματος (αυτή στο τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα) χρειάστηκε μία μεγάλη ενδιάμεση κρίση (αυτή του 1929-'30) και δύο παγκόσμιους πολέμους για να μπορέσει να ξεπεραστεί.

Η κρίση επομένως έχει ξεκινήσει από τη λεγόμενη πραγματική οικονομία καθώς το κεφάλαιο δεν μπορεί να διατηρήσει ανεβασμένα ποσοστά κερδοφορίας στο σημερινό βαθμό υπερσυσσώρευσής του. Το σύστημα προσπάθησε τουλάχιστον να καθυστερήσει το πρόβλημα με έναν κυριολεκτικά στρουθοκαμηλικό τρόπο. Η ανεξέλεγκτη επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος - δηλαδή τα στοιχήματα σε μέλλουσα (και αβέβαια) να παραχθεί υπεραξία και η λειτουργία του πλασματικού κεφαλαίου - έδωσε επιπλέον καύσιμα στο σύστημα και έσπρωξε τα «σκουπίδια» κυριολεκτικά κάτω από το χαλί. Αυτό όμως είχε δύο βασικές παρενέργειες. Η πρώτη παρενέργεια ήταν ότι η οικονομική και πολιτική βαρύτητα του χρηματικού κεφαλαίου αυξήθηκε δυσανάλογα σε σχέση με το παραγωγικό κεφάλαιο, με αποτέλεσμα το πρώτο να απομυζά δυσανάλογα μεγάλα μερίδια της υπεραξίας που υπεξαιρεί το δεύτερο. Οχι μόνον αυτό αλλά το δεύτερο άρχισε να μιμείται λειτουργίες του πρώτου. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της δημιουργίας χρηματοπιστωτικών τμημάτων από μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες. Η δεύτερη παρενέργεια ήταν ότι όσο συγκαλύπτονται τα δομικά προβλήματα τόσο αυτά συσσωρεύονται και συνεπώς κάθε επόμενη εμφάνισή τους είναι ακόμη πιο οδυνηρή και πιο ανυπέρβλητη από την προηγούμενη. Ετσι έγινε με τις διάφορες λεγόμενες φούσκες, με πρώτη και καλύτερη αυτή της «νέας οικονομίας». Παρά τις προσπάθειες ελεγχόμενου ξεφουσκώματός τους, σχεδόν σε καμία περίπτωση η καταστροφή του κεφαλαίου δεν έφθασε στις πραγματικά απαιτούμενες διαστάσεις. Γι' αυτό, όπως εξηγήθηκε σε προηγούμενο άρθρο («Ριζοσπάστης», 7/10/2007), όταν συνέτρεξαν ορισμένες προϋποθέσεις και ιδιαίτερα όταν ο ρυθμός αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης άρχισε να ασθμαίνει στην αμερικανική οικονομία, τότε η δυνατότητα του χρηματικού κεφαλαίου να απομυζά διογκωμένα μερίδια υπεραξίας ξαφνικά μπλοκαρίστηκε, με αποτέλεσμα να αρχίσει το ντόμινο της κατάρρευσης της χρηματοπιστωτικής «μόχλευσης» (δηλαδή των διαδοχικών στοιχημάτων πάνω στις πλέον διαψευσθείσες προσδοκίες υπεξαίρεσης μελλοντικής υπεραξίας).

Συνεπώς η κρίση ξεκίνησε από την «πραγματική οικονομία» και εκδηλώθηκε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτό με τη σειρά του επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την κρίση στην «πραγματική οικονομία» καθώς δυσκολεύει την άντληση κεφαλαίων από το παραγωγικό κεφάλαιο και μειώνει τη συνολική ζήτηση στην οικονομία.

Μύθος δεύτερος: Για την κρίση φταίνε οι κερδοσκόποι (τα golden boys). Μάλιστα, υπάρχει και η «αριστερή» (και πολύ δημαγωγικά καταγγελτική) παραλλαγή του περί «καπιταλισμού-καζίνο» και περί αντίθεσης μεταξύ των κερδοσκόπων και των «υγιών» καπιταλιστών. Είναι μία παραλλαγή στην οποία αρέσκονται, για εύλογους λόγους, οι διάφοροι παλιοί και νέοι (πολλές φορές «ριζοσπαστικοί») σοσιαλδημοκράτες. Ουδέν ψευδέστερον. Εάν δεν υπήρχε αυτή η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος τα προβλήματα της κρίσης θα είχαν εμφανιστεί πολύ νωρίτερα. Γι' αυτό παραγωγικό και χρηματικό κεφάλαιο προχώρησαν χέρι χέρι στις «φούσκες» της προηγούμενης περιόδου.

Μύθος τρίτος: Η κρίση είναι αμερικανική αρρώστια ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ανοσοποιημένη από αυτή. Γι' αυτό μάλιστα προβάλλεται ότι ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός είναι «σοβαρότερος» από τον αμερικανικό. Και αυτός ο μύθος είναι προσφιλής στις διάφορες παραλλαγές της σοσιαλδημοκρατίας. Είναι γεγονός ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν υπάρχουν «επενδυτικές» τράπεζες όπως αυτές που κατέρρευσαν, απορροφήθηκαν ή αναγκάστηκαν να μετατραπούν σε παραδοσιακές τράπεζες στις ΗΠΑ. Ομως, το ρόλο αυτό παίζουν τμήματα των παραδοσιακών τραπεζών ενώ δε σπανίζουν - το αντίθετο - οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί με καθαρά βραχυπρόθεσμο κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Γι' αυτό άλλωστε και τα πρώτα «κανόνια» έπεσαν από ευρωπαϊκούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που είχαν εκτεθεί τόσο σε αμερικανικά όσο και σε ευρωπαϊκά «τοξικά» προϊόντα.

Υπάρχουν όμως και οι εγχώριοι μύθοι. Υποστηρίζεται τόσο από πολιτικούς όσο και από οικονομικούς κύκλους ότι ο ελληνικός καπιταλισμός δεν κινδυνεύει γιατί το τραπεζικό σύστημα έχει μεγάλη καταθετική βάση και δεν εκτέθηκε στα «τοξικά» προϊόντα. Είναι γεγονός ότι το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει μάλλον καλύτερη καταθετική βάση καθώς επίσης και ότι άντλησε κέρδη από «μπίζνες στα Βαλκάνια» όλο το προηγούμενο διάστημα. Ομως, από την άλλη οι διαδικασίες οικονομικού ιμπεριαλισμού στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης κινδυνεύουν από το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις χώρες αυτές είναι υπερδανεισμένες. Είναι χαρακτηριστικά τα σημερινά προβλήματα της Ουγγαρίας και ιδιαίτερα της Ουκρανίας, όπου το ελληνικό κεφάλαιο έχει σημαντική παρουσία. Επίσης, μπορεί το ελληνικό κεφάλαιο να μην έχει σημαντικές εξαγωγές στις ΗΠΑ, έχει όμως στην Ευρώπη. Και η τελευταία έχει ήδη αρχίσει να μπαίνει σε ύφεση και για λόγους οικονομικού κύκλου αλλά και γιατί αυτό επιδεινώνεται από τη μείωση των ευρωπαϊκών εξαγωγών στις ΗΠΑ που είναι ήδη σε κατάσταση ύφεσης. Και επιπλέον το κεφάλαιο στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, αντλούσε μεγάλο μέρος της χρηματοδότησής του από το χρηματιστήριο σε πιο φτηνούς όρους απ' ό,τι από τις τράπεζες. Η Σοφοκλέους όμως ελέγχεται πλέον σε πολύ μεγάλο βαθμό από ξένους κεφαλαιούχους (ιδιαίτερα στη λεγόμενη υψηλή κεφαλαιοποίηση). Οι τελευταίοι, όπως ήδη έχουν κάνει αρκετές φορές προσφάτως, μόλις αντιμετωπίσουν προβλήματα στα μητροπολιτικά κέντρα τους ξεπουλούν στις περιφερειακές αγορές με αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση των τελευταίων, όπως χαρακτηριστικά έχει γίνει στη Σοφοκλέους. Αυτό βάζει σοβαρά προβλήματα στη χρηματοδότηση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Και το πιο σημαντικό είναι ότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού έχουν, σε μεγάλο βαθμό, βασιστεί στον υπερδανεισμό των λαϊκών και ιδιαίτερα των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων. Ο δανεισμός αυτός γίνεται πλέον πολύ ακριβότερος και ταυτόχρονα πιο δυσεύρετος (οι λίστες αναμονής άλλωστε έχουν ήδη εμφανιστεί στο εξωτερικό). Ηδη οι δείκτες αδυναμίας αποπληρωμής χρεών έχουν κτυπήσει καμπανάκι. Επίσης, κρίσιμοι κλάδοι, όπως ο κατασκευαστικός, σημειώνουν κατακόρυφη πτώση. Εάν συνυπολογιστούν και τα διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού (και ιδιαίτερα οι δομικές αδυναμίες της παραγωγικής βάσης του) τότε το μείγμα γίνεται εκρηκτικό. Και το πιο σημαντικό, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι μάλλον από τους πρωτοπόρους τόσο στην ανεξέλεγκτη αύξηση της εκμετάλλευσης (ιδιαίτερα μέσω της αύξησης του απλήρωτου χρόνου εργασίας) όσο και στην αδυναμία ριζικής αναδιάρθρωσης και ελεγχόμενης απαξίωσης του κεφαλαίου. Για όλους αυτούς τους λόγους μάλλον εάν οι πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες «κρυολογήσουν» τότε ο ελληνικός καπιταλισμός «θα πάθει πνευμονία».

Υπάρχει άλλος ένας εγχώριος μύθος που καταρρίφθηκε πρόσφατα: Η λιτότητα είναι αναγκαία γιατί δεν υπάρχουν χρήματα. Κι όμως, μόλις χρειάστηκε ανακαλύφθηκε ξαφνικά το δυσθεώρητο ποσό των 28 δισ. ευρώ για να προστατευτούν οι τραπεζίτες. Μάλιστα, το ποσό αυτό διατίθεται χωρίς καν να προβλέπεται η υπαγωγή αυτών των «νόμιμων ληστών» (που έχουν κερδοσκοπήσει αισχρά όλο το προηγούμενο διάστημα στην πλάτη του ελληνικού λαού) στον κρατικό έλεγχο ή να κρατικοποιηθούν. Και βέβαια ακόμη και οι σοσιαλδημοκράτες ή και οι «ριζοσπάστες αριστεροί» δεν τολμούν να ζητήσουν αυτό που οι πάλαι ποτέ μητροπόλεις του νεοφιλελευθερισμού (οι ΗΠΑ και η Βρετανία) έχουν ήδη κάνει. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξουν ξανά (όπως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) ψευδαισθήσεις για το ρόλο του κράτους στον καπιταλισμό. Ακόμη και όταν το κράτος - στο ρόλο του ως συλλογικού εκπροσώπου του κεφαλαίου - κρατικοποιεί ιδιωτικά κεφάλαια το κάνει για να διασώσει το σύστημα. Συνήθως άλλωστε, αργά ή γρήγορα, τα ξαναδίνει σε ιδιώτες. Το ζητούμενο για τις δυνάμεις της εργασίας δεν είναι η με κρατική χείρα βοηθείας υπέρβαση της κρίσης ή έστω απάλυνσή της, αλλά το άνοιγμα της δυνατότητας ανατροπής ενός συστήματος που - είτε στις καλές εποχές του είτε στις κακές - μόνο πόνο και μιζέρια φέρνει για τη μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία.


Του
Σταύρου ΜΑΥΡΟΥΔΕΑ*
*Ο Σταύρος Μαυρουδέας είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας