ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΕΕ Νο.2614 της 27-12-2010

Ενημερωτικό Δελτίο 2010

Τεύχος 2613

Τεύχος 2615


ΑΜΟΙΒΕΣ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ

Μέρος Α: Πες μου πως φτάσαμε ως εδώ, στα σύνορα του έξω από ‘δω…

Διαβάζοντας τις στήλες του Ενημερωτικού Δελτίου και τα Δελτία Τύπου του ΤΕΕ, δε μπορεί κανείς να μην εξοργιστεί από το μέγεθος της υποκρισίας, αναφορικά με το ζήτημα των ελάχιστων αμοιβών. Κι επειδή δε μας έχει εγκαταλείψει η μνήμη και η κρίση, καλό είναι να θυμηθούμε ορισμένα – αποκαλυπτικά για το ρόλο του ΤΕΕ – πράγματα…

Ως γνωστόν, το ΣτΕ έχει από το 2002 καταργήσει την ΚΥΑ του 1989, με την οποία υπολογιζόταν συμβατικά ο κατώτερος προϋπολογισμός ενός ιδιωτικού οικοδομικού έργου (και βάσει αυτού η κατώτερη αμοιβή), υποδεικνύοντας ως νόμιμη λύση τη σύνταξη των αναλυτικών προϋπολογισμών και επί αυτών τον προσδιορισμό των αμοιβών, όπως προέβλεπε το ΠΔ 696/74. Το γεγονός αυτό είναι πολύ σοβαρή εξέλιξη και δεν έχει τύχει ιδιαίτερης προσοχής μέχρι σήμερα. Στην πραγματικότητα, το ΠΔ 696/74 προσδιορίζει αμοιβές μηχανικού βάσει του προϋπολογισμού και όχι, αφηρημένα, κατώτατες αμοιβές. Η σύνταξη του προϋπολογισμού είναι ευθύνη του μηχανικού και προκύπτει πολλαπλασιάζοντας τις μονάδες του φυσικού αντικειμένου επί την αντίστοιχη τιμή μονάδος, όπως αυτή προκύπτει από τα τιμολόγια που εκδίδει το (τέως) ΥΠΕΧΩΔΕ για τα δημόσια και ιδιωτικά έργα και τις αντίστοιχες συλλογικές συμβάσεις, προκειμένου για την αμοιβή των εργατοτεχνιτών. Υφίσταται επίσης ένα ελάχιστον πλαφόν αμοιβής που αναπροσαρμόζεται βάση του γνωστού «λ», ανά τρίμηνο. Σήμερα, η κατώτατη αυτή αμοιβή είναι στα 5000xλ (=5000x0.23253) δηλαδή ίση με 1162,65€, η οποία όμως αφορά το σύνολο των μελετών του έργου, δηλαδή επιμερίζεται στην αρχιτεκτονική, στατική, ηλεκτρομηχανολογική κλπ. μελέτες, αναλογικά προς το επιμέρους μέγεθος καθεμιάς, εφόσον το άθροισμά τους υπολείπεται του πλαφόν αυτού. Στην πράξη, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, αυτό το πλαφόν «διασφαλίζει» εξευτελιστικά κατώτατα όρια της τάξης των 200-400 € ανά μελέτη.

Γιατί δημιουργήθηκε η ανάγκη να περάσουμε, το 1989, από το σύστημα αυτό στο σύστημα του συμβατικού ελάχιστου προϋπολογισμού και, συνακόλουθα, της ελάχιστης αμοιβής του μηχανικού; Γενικότερα, ισχύει ακριβώς αυτό που ισχύει και με τις ΣΣΕ στους μισθωτούς. Ο κώδικας αμοιβών (όπως και η ΣΣΕ) θεσπίζει ένα ελάχιστο όριο, όμως η τήρηση του ορίου αυτού στη ζωή είναι ζήτημα γενικότερου συσχετισμού δυνάμεων, της πορείας του κλάδου και της καπιταλιστικής οικονομίας γενικότερα κλπ. Έτσι, πολύ απλά, το 1989 το πραγματικό κόστος των έργων είχε αυξηθεί σε τέτοιο σημείο που η εφαρμογή των συντελεστών αμοιβής του ΠΔ 696/74 οδηγούσε σε πολύ υψηλές αμοιβές που εκτόξευαν ακόμα περισσότερο το κόστος της οικοδομής, καθιστώντας το απαγορευτικό για μεγάλη μερίδα των μικροϊδιοκτητών. Η αμείλικτη πραγματικότητα της «πιάτσας» οδήγησε στα  γνωστά φαινόμενα των εκπτώσεων, των πιστωτικών σημειωμάτων, του «αθέμιτου» (θεμιτότατου στον καπιταλισμό) ανταγωνισμού κλπ., καθιστώντας κενό γράμμα τις διατάξεις περί αμοιβών. Αν αυτή η παρατήρηση ίσχυε μια φορά το 1989, σήμερα ισχύει ασφαλώς στο πολλαπλάσιο: με μέσο κατασκευαστικό κόστος περίπου 1000 €/m2 σήμερα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι αν εφαρμοστεί το ΠΔ 696/74 στις σημερινές συνθήκες θα οδηγήσει σε τουλάχιστον 5πλασιασμό των ονομαστικών αμοιβών, τη στιγμή που το «κατώφλι ελέγχου» του συστήματος αμοιβών που εφαρμόζει το ΤΕΕ είναι στα 118 €/m2.

Η συνέχεια είναι σε γενικές γραμμές γνωστή: η υποχρέωση του κράτους να αναπροσαρμόζει σε εξαμηνιαία, μάλιστα, βάση την τιμή αφετηρίας για τον υπολογισμό του κατώτατου συμβατικού προϋπολογισμού, έμεινε στα χαρτιά και η τιμή αυτή έμεινε «παγωμένη» από το 1989 έως το 2006 στα 44 €/m2. Εξ αιτίας αυτής της κατάστασης, οι αμοιβές έπεσαν σε εξευτελιστικά επίπεδα: η συμμετοχή της αμοιβής της μελέτης/επίβλεψης στο κόστος μιας ιδιωτικής οικοδομής είχε πέσει στα επίπεδα του 1% (όταν ο διεθνής μέσος όρος είναι κοντά στο 10%) και η αγανάκτηση των αυταπασχολούμενων μηχανικών που απασχολούνται στην μελέτη/επίβλεψη της ιδιωτικής οικοδομής έφτασε στο αποκορύφωμά της, όταν ψηφίστηκε και ο νόμος για την «ποινικοποίηση» του επαγγέλματος, που μετακύλησε το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής και εργοδοτικής ευθύνης στις πλάτες του – γλίσχρα αμοιβόμενου εκτός όλων των άλλων – μηχανικού. Η κατάργηση το 2002 από το ΣτΕ της «ΚΥΑ Λιάσκα» του 1989 που προαναφέραμε, ήταν το «κερασάκι στην τούρτα».

Συμπέρασμα. Η αλήθεια είναι ότι ο θεσμός της κατώτατης αμοιβής για τον μηχανικό στα ιδιωτικά οικοδομικά έργα (πέραν του πλαφόν 5000xλ, το οποίο «διασφαλίζει» αμοιβές πείνας) είναι, νομικά και πρακτικά, στον «αέρα». Είναι επίσης φανερό ότι η επιστροφή στο σύστημα αμοιβών του 1974 που επιτάσσει η απόφαση του ΣτΕ είναι εκτός πραγματικότητας: είχε ήδη ξεπεραστεί από τις εξελίξεις στον κλάδο των κατασκευών το 1989, πόσο μάλλον σήμερα. Από την άλλη, η πολιτική της ΕΕ και του κεφαλαίου για την απελευθέρωση της αγοράς των υπηρεσιών πιέζει (πλέον και θεσμικά με την οδηγία 2006/123 και τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο) για την κατάργηση των διατάξεων περί κατώτατης αμοιβής. Από αυτή τη σκοπιά, η άρνηση των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ να θεσπίσουν ένα νέο σύστημα αμοιβών στη θέση αυτού που κατάργησε το ΣτΕ (και το οποίο τυπικά, αλλά παράνομα εφαρμόζουν ακόμα οι πολεοδομίες), κάθε άλλο παρά τυχαία ή προϊόν αδράνειας είναι. Η ανάγκη διεκδίκησης και νομοθετικής κατοχύρωσης του δικαιώματος του αυταπασχολούμενου και μικρού επαγγελματία μηχανικού σε ένα εισόδημα που του επιτρέπει να ζει αξιοπρεπώς από τη δουλειά του, είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ.

(συνεχίζεται στο επόμενο)


Ενημερωτικό Δελτίο 2010

Τεύχος 2613

Τεύχος 2615